- περιήστραψεν
- περϊήστραψεν , περιαστράπτωflash aroundaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
облистати — ОБЛИСТА|ТИ (11), Ю, ѤТЬ гл. 1.Освещать (осветить), озарять (озарить): и б҃ы къ полѹнощью молѧщюсѧ ѥмѹ. облиста ѥго свѣтъ. (περιήστραψεν) ПНЧ 1296, 53; сл҃нчьна˫а же лѹча припадъши на ѡдежю, си˫аниѥмь зарю ѿ ѡдежа испѹщаше и лица престо˫ащимъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
περιαστράπτω — ΜΑ 1. λάμπω γύρω από κάποιον, περιβάλλω κάποιον με λάμψη («ἐξαίφνης περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῡ οὐρανοῡ», ΚΔ) 2. μτφ. θαμπώνω κάποιον («τῇ ὑπερβολῇ τοῡ κάλλους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν περιαστράπτοντα», Βασ.) αρχ. 1. αστράφτω ολόγυρα («προσεφάνησαν … Dictionary of Greek